Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

συνέχεια της ιστορίας του βιβλίου.....


.....και ρώτησε το Μανδαρίνο πώς τον λέγανε.Εκείνος του απάντησε:
-Τον λένε "Άνεμο"!
- Πώς; ρώτησε ο δήμαρχος. Ονομάζεις αυτό το υπέροχο ζώο "Άνεμο"; Σε πληροφορώ ότι υπάρχει κάτι πιο ισχυρό από τον "Άνεμο", ο αετός που σχίζει τον άνεμο με τα φτερά του.
-Δίκιο έχεις, απάντησε ο μανδαρίνος, από εδώ και πέρα θα φωνάζω το γάτο μου "Αετό".
Μετά από λίγες εβδομάδες πήγε στο σπίτι του μανδαρίνου ένας υπουργός. Όταν ο υπουργός ρώτησε το μανδαρίνο πώς λέγανε το γάτο του και εκείνος του ανέφερε το προβληματισμό του για την αναζήτηση ονόματος, ο υπουργός του είπε απορημένος:
-Ξέρεις μπορείς να φωνάζεις το γάτο σου με ένα συνηθισμένο όνομα, δεν είναι το ιδιαίτερο όνομα που θα κάνει το γάτο σου ξεχωριστό!

"ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει"

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό ορεινό τόπο ήταν ένας γίγαντας που "όλα" τα έτρωγε, αρνάκι στη σούβλα, γουρουνάκι στο φούρνο και άλλα πολλά. Όμως το χειμώνα δεν υπήρχαν ζώα για να κυνηγήσει. Τι να κάνει ο γίγαντας; Πήγε λίγο πιο κάτω από το σπίτι του, μάζεψε κάτι χορταράκια, τα έπλυνε στο κοντινό ποταμάκι και τα έφαγε, χωρίς να βάλει ούτε λεμόνι ούτε αλάτι ούτε λάδι. Καθώς έτρωγε μονολογούσε :"ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει!"

Ακολουθώντας τη δομή της αφήγησης

Κάποτε στο πιο μικρό παγόβουνο του Βόρειου Πόλου ζούσε ένας άνθρωπος πολύ περίεργος. Όλη μέρα και όλη νύχτα σκεφτόταν πώς θα άλλαζε το λευκό χρώμα των πάγων γιατί το είχε βαρεθεί. Κάποια στιγμή αποφάσισε να βάψει το δικό του παγόβουνο με άλλο χρώμα, ώστε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα. Όμως στο μέρος που ζούσε δεν υπήρχε χρωματοπωλείο, έτσι αποφάσισε να το βάψει με φυσικό τρόπο.

Την επόμενη μέρα κιόλας πήρε ντομάτες, τις έτριψε με υπομονή στον τρίφτη και μάζεψε τον κατακόκκινο χυμό τους σε ένα μεγάλο βαρέλι. Ύστερα ανέβηκε στην κορυφή του παγόβουνο και το έριξε περιμένοντας να βαφτεί. Το πρωί σηκώθηκε γεμάτος χαρά και πήγε να δει το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του. Όμως αντί για ένα κόκκινο βουνό, είδε μια ομάδα πιγκουίνων να τρώνε με ευχαρίστηση το κοκκινιστό χιόνι.

Θυμωμένος προσπαθούσε να σκεφτεί έναν άλλο τρόπο, για να πετύχει το σκοπό του. Τότε σκέφτηκε να λιώσει βατόμουρα και να βάψει το παγόβουνο μοβ. Ξεκίνησε λοιπόν να τα λιώνει, μέχρι που έγιναν ένα παχύρευστο υγρό. Αυτή τη φορά δεν ανέβηκε στην κορυφή του βουνού, αλλά έριξε το υγρό μπροστά στην αυλή του σπιτιού του. Σίγουρος πως θα τα καταφέρει έπεσε ξένοιαστος να κοιμηθεί. Το πρωί τον ξύπνησαν οι γελαστές φωνές μιας ομάδας από φώκιες, που έπαιζαν στην αυλή του. Βγήκε τρέχοντας, γιατί νόμιζε πως οι φώκιες θα θαύμαζαν το δημιούργημά του. Βγαίνοντας τις είδε να τρώνε το χιόνι σαν παγωτό και να γελάνε ευχαριστημένες.

Όλη την υπόλοιπη ημέρα ένιωθε απελπισμένος, πηγαινοερχόταν , σκεφτόταν τι άλλο να κάνει. Οι ώρες περνούσαν και αυτός βρισκόταν ακόμα εκεί.Ξαφνικά είδε να σχηματίζονται στην αυλή του πολλά μικρά ουράνια τόξα, που γινόντουσαν ορατά, επειδή όλα γύρω ήταν λευκά. Έμεινε άναυδος. Πιο ωραίο θέαμα από αυτό δεν είχε ξαναδεί. Τότε λοιπόν κατάλαβε πως ο κάθε τόπος είναι ξεχωριστός και ευτυχώς κανείς δεν μπορεί να τον αλλάξει. Και αυτή είναι όλη του η ομορφιά.