Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Ακολουθώντας τη δομή της αφήγησης

Κάποτε στο πιο μικρό παγόβουνο του Βόρειου Πόλου ζούσε ένας άνθρωπος πολύ περίεργος. Όλη μέρα και όλη νύχτα σκεφτόταν πώς θα άλλαζε το λευκό χρώμα των πάγων γιατί το είχε βαρεθεί. Κάποια στιγμή αποφάσισε να βάψει το δικό του παγόβουνο με άλλο χρώμα, ώστε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα. Όμως στο μέρος που ζούσε δεν υπήρχε χρωματοπωλείο, έτσι αποφάσισε να το βάψει με φυσικό τρόπο.

Την επόμενη μέρα κιόλας πήρε ντομάτες, τις έτριψε με υπομονή στον τρίφτη και μάζεψε τον κατακόκκινο χυμό τους σε ένα μεγάλο βαρέλι. Ύστερα ανέβηκε στην κορυφή του παγόβουνο και το έριξε περιμένοντας να βαφτεί. Το πρωί σηκώθηκε γεμάτος χαρά και πήγε να δει το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του. Όμως αντί για ένα κόκκινο βουνό, είδε μια ομάδα πιγκουίνων να τρώνε με ευχαρίστηση το κοκκινιστό χιόνι.

Θυμωμένος προσπαθούσε να σκεφτεί έναν άλλο τρόπο, για να πετύχει το σκοπό του. Τότε σκέφτηκε να λιώσει βατόμουρα και να βάψει το παγόβουνο μοβ. Ξεκίνησε λοιπόν να τα λιώνει, μέχρι που έγιναν ένα παχύρευστο υγρό. Αυτή τη φορά δεν ανέβηκε στην κορυφή του βουνού, αλλά έριξε το υγρό μπροστά στην αυλή του σπιτιού του. Σίγουρος πως θα τα καταφέρει έπεσε ξένοιαστος να κοιμηθεί. Το πρωί τον ξύπνησαν οι γελαστές φωνές μιας ομάδας από φώκιες, που έπαιζαν στην αυλή του. Βγήκε τρέχοντας, γιατί νόμιζε πως οι φώκιες θα θαύμαζαν το δημιούργημά του. Βγαίνοντας τις είδε να τρώνε το χιόνι σαν παγωτό και να γελάνε ευχαριστημένες.

Όλη την υπόλοιπη ημέρα ένιωθε απελπισμένος, πηγαινοερχόταν , σκεφτόταν τι άλλο να κάνει. Οι ώρες περνούσαν και αυτός βρισκόταν ακόμα εκεί.Ξαφνικά είδε να σχηματίζονται στην αυλή του πολλά μικρά ουράνια τόξα, που γινόντουσαν ορατά, επειδή όλα γύρω ήταν λευκά. Έμεινε άναυδος. Πιο ωραίο θέαμα από αυτό δεν είχε ξαναδεί. Τότε λοιπόν κατάλαβε πως ο κάθε τόπος είναι ξεχωριστός και ευτυχώς κανείς δεν μπορεί να τον αλλάξει. Και αυτή είναι όλη του η ομορφιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου